ὑποχύσεις

ὑποχύσεις
ὑπόχυσις
cataract
fem nom/voc pl (attic epic)
ὑπόχυσις
cataract
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αγλαΐας ο Βυζαντινός — (1ος αι. μ.Χ.).Γιατρός ο οποίος έγραψε ένα ιατρικό έργο σε στίχους που μόνο αποσπάσματά του σώζονται. Τιτλοφορείται Προς τας αρχομένας υποχύσεις.Είναι γνωστός και ως Αγλάιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”